- πάθη
- πάθη, ἡ (Α)1. η παθητική κατάσταση, η κατάσταση δηλ. κατά την οποία κάποιος υφίσταται κάτι2. το συμβάν, η περιπέτεια κάποιου προσώπου ή πράγματος («κατ' ὁδὸν δὲ πυθέσθαι πᾱσαν τὴν ἑωυτοῡ πάθην», Ηρόδ.)3. συμφορά, πάθημα4. στον πληθ. αἱ πάθαιοι ασθένειες, οι παθήσεις5. φρ. α) «ἡ πάθη τῶν ὀφθαλμῶν» — η τύφλωσηβ) «ἡ τοῡ πνίγους πάθη» — η ασφυξία.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. θηλυκού γένους τού πάθος < θ. πăθ- τού πάσχω*].
Dictionary of Greek. 2013.